ρίζινος — η, ον, Α [ῥίζα] αυτός που προέρχεται από τη ρίζα τού γνωστού με τη λόγια ονομασία φυτού ρουβία η βαφική … Dictionary of Greek
ριζάρι — το / ῥιζάριν, ΝΜ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ρουβία η βαφική, αλλ. λιζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα (πρβλ. αρχ. ῥιζιόν), άλλη ονομασία τού φυτού αλιζάρι (βλ. λ. αλιζάρι)] … Dictionary of Greek
ριζίο — το / ῥιζίον, ΝΑ, και ῥίζιον και ῥιζεῑον Α [ῥίζα] μικρή ή λεπτή ρίζα, ριζίδιο αρχ. το φυτό ρουβία η βαφική … Dictionary of Greek
ρουβερυθρικός — ή, ό, Ν φρ. «ρουβερυθρικό οξύ» χημ. οργανική ένωση που βρίσκεται στο ερυθρόδανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ruberythric (acid) < νεολατ. rubia (βλ. λ. ρουβία) + ερυθρός + ικός] … Dictionary of Greek
αγριοβαφή — Κοινή ονομασία του φυτού ρουβία η βαφική της οικογένειας των ρουβιιδών. Είναι πόα πολυετής με βλαστούς αναρριχώμενους, ύψους 1 μ. Έχει φύλλα μεγάλα και οδοντωτά σαν λόγχες και άνθη κίτρινα, σε ψευτοσκιάδια. Ο καρπός της είναι ρώγα μαύρη. Κοινό… … Dictionary of Greek
αλιζαρίνη — Οργανική ένωση (ακριβέστερα 1,2 διϋδροξυανθρακινόνη) που αντιστοιχεί στον τύπο C14H8O4 και χρησιμοποιείται στη βαφική. Σχηματίζει κόκκινες λάκες με τα άλατα του αλουμινίου, ιώδεις (μοβ) με τα άλατα του σιδήρου και μαύρες με τα άλατα του χρωμίου.… … Dictionary of Greek